Γεννήθηκε το 1970 στην Νότια Αφρική.
Σπουδασε γραφιστική στη σχολή Βακαλό από όπου αποφοίτησε το 1996. Το 1999 έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας όπου σπούδασε ζωγραφική με καθηγητές τον Ζαχαρία Αρβανίτη και τον Άγγελο Αντωνόπουλο. Σπούδασε επίσης χαρακτική με καθηγητή τον Γιώργο Καζάκο και φωτογραφία με καθηγητή τον Μανωλη Μπαμπούση. Αποφοίτησε από την ΑΣΚΤ αριστούχος το 2005. Ζεί και εργάζεται στην Αθήνα.
Βασικός πυρήνας της θεματολογίας του καλλιτέχνη αποτελεί το αστικό τοπίο, όπως ο ίδιος το παρατηρεί και το αντιλαμβάνεται. Οι αινιγματικές αναμίξεις τεχνητού και φυσικού φωτός της πόλης διαμορφώνουν ένα ονειρικό περιβάλλον από αντανακλάσεις και ψευδαισθήσεις, μέσα στο οποίο περιπλανώνται αδιάκοπα οι οδοιπόροι του.
Οι αστοί του Γιώργου Τάξερη άλλοτε χάνονται σαν άυλες φιγούρες μέσα στη χρωματική παλέτα της πόλης και άλλοτε στέκονται με σκυφτό και σκεπτικό βλέμμα στο πρώτο πλάνο. Ο θεατής γίνεται παρατηρητής μέσα από ένα φανταστικό γυαλί, έχοντας την αίσθηση ότι όλα γύρω του εναλλάσονται.
Η αίσθηση της πολλαπλής προοπτικής, των επιπέδων και οι έντονες διαγώνιες συνδιασμένες με την αφαιρετική απόδοση των μορφών, αποδίδουν την ψευδαίσθηση του χρόνου. Το σχηματισμένο δίνει τη θέση του στο σχηματιζόμενο, αυτό που ήδη υπάρχει, μπλέκεται με αυτό που θα γίνει…
Η μέρα παίζει με τη νύχτα και κάποιες φορές η πόλη καθρεφτίζεται στο σύνολό της από ψηλά, συμπληρώνοντας τις μεμονωμένες εικόνες που αποτυπώνονται σαν αναμνήσεις στο μυαλό του αστού. Ζεστά χρώματα εναλλάσονται με ψυχρά, σκοτεινά με φωτεινά και παρ’όλη τη χρωματική πανδαισία και μαγεία που προκαλεί η ανάσα της πόλης, ο άνθρωπός της αποπνέει μοναχικότητα και μια εντύπωση προσμονής, καμουφλαρισμένος ως μια σκοτεινή φιγούρα μπροστά από ένα παράθυρο ή μια ανοιχτή πόρτα. Οι πίνακες του Γιώργου Τάξερη αποτυπώνουν με εξαιρετικό τρόπο το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου στην πόλη του, τις εμπειρίες του και τις θυμίσεις του, καθώς τις μεταδίδει στον θεατή σαν να ήταν δικές του.
Ο Γιώργος Τάξερης με την ζωγραφική του, που κινείται στο χώρο της παραστατικότητας, εκφράζει την συνύπαρξη και ταυτόχρονα την μοναχικότητα στο σύγχρονο αστικό τοπίο, την νοσταλγία για την επαφή με την φύση, την ανάγκη για ανθρώπινη επικοινωνία. Οι έντονες χρωματικές αντιθέσεις και η χρήση της προοπτικής δημιουργούν χώρους διαλόγου με τον θεατή, που χαρακτηρίζονται από μία ιδιαίτερη ατμόσφαιρα.